- εὐτρεπίσεις
- εὐτρεπίζωmake readyaor subj act 2nd sg (epic)εὐτρεπίζωmake readyfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτρέπιση — η (Μ εὐτρέπισις) [ευτρεπίζω] διευθέτηση, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα, νοικοκύρεμα μσν. 1. αρματωσιά 2. στον πληθ. αἱ εὐτρεπίσεις τα έργα εξωραϊσμού … Dictionary of Greek